Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Αρχιμανδρίτης Κωνσταντίνος Οικονόμου -Διονύσιος Ανατολικιώτης

 O α­εί­μνη­στος αρ­χι­μαν­δρί­της Κων­στα­ντί­νος Οι­κο­νό­μου γεν­νή­θη­κε το 1931 στα Βρα­χνέ­ι­κα των Πα­τρών.  Ή­ταν πνευ­μα­τι­κό τέ­κνο του αρ­χι­μαν­δρί­του Γερ­βα­σί­ου Πα­ρα­σκευο­πού­λου, α­πό τον ο­ποί­ο και έ­λα­βε την συμ­μαρ­τυ­ρί­α για την χει­ρο­τονί­α του.  Από μι­κρός ή­ταν πο­λύ ευ­σε­βής, σο­βα­ρός και φι­λα­κό­λου­θος, ε­νώ είχε ε­πι­λέ­ξει να υ­πη­ρε­τή­ση την εκ­κλη­σί­α και να ιε­ρω­θή, γι΄ αυτό αρ­γό­τε­ρα σπού­δα­σε θε­ο­λο­γί­α στο πα­νε­πι­στή­μιο  Α­θηνών. Εκάρη μο­να­χός στην μο­νή της Πα­να­γί­ας Γη­ρο­κο­μιτίσ­σης.
 Την κου­ρά του και κα­τό­πιν την χει­ρο­το­νί­α του ε­τέ­λεσε ο τό­τε μη­τρο­πο­λί­της Πα­τρών Κων­στα­ντί­νος, ο ο­ποί­ος του έ­δω­σε και το ό­νομά του, ε­πει­δή τον ε­κτι­μού­σε ι­διαι­τέ­ρως.   Ε­χει­ρο­τονήθη διά­κο­νος και κα­τόπιν πρε­σβύ­τε­ρος παίρ­νο­ντας πα­ράλ­λη­λα το οφ­φί­κιο του αρ­χι­μαν­δρί­του και διε­τέ­λε­σε ιε­ρο­κή­ρυξ της μη­τρο­πό­λε­ως Πα­τρών.   Σε σχε­τι­κά σύ­ντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα με­τά την χει­ρο­το­νί­α του ο τό­τε μη­τρο­πο­λί­της α­νέ­θε­σε στον αρ­χιμαν­δρί­τη Κων­στα­ντί­νο την η­γου­με­νί­α της μο­νής Γη­ρο­κο­μεί­ου, θέ­σι στην ο­ποία πα­ρέ­μει­νε μό­νον για έ­να χρό­νο και κα­τό­πιν πα­ρη­τή­θη. 

 Ο μα­κα­ρι­στός αρ­χι­μαν­δρί­της Κων­στα­ντί­νος ή­ταν άν­θρω­πος ευαί­σθη­τος, ευγε­νής και λε­πτός στους τρό­πους, πά­ντο­τε ό­μως ευ­θύς στην δή­λω­σι της α­λη­θείας, χω­ρίς υ­πεκ­φυ­γές και υ­πο­νο­ού­με­να, αλ­λά και χω­ρίς ε­ρι­στι­κή διά­θε­σι.    Εσέβε­το την προ­σω­πι­κό­τη­τα του συ­νο­μι­λη­τού του, και ει­δι­κά στους ε­ξο­μο­λογου­μέ­νους μι­λού­σε με την γλώσ­σα της πεί­ρας και της αυ­θε­ντι­κό­τη­τος που προ­έρ­χε­ται α­πό την πνευ­μα­τι­κή ζω­ή και την γνώ­σι της α­λη­θεί­ας.
 Υ­πήρ­ξε σε­μνός και με­τρη­μέ­νος κλη­ρι­κός, πο­λύ πι­στός και πο­λύ προ­σε­κτι­κός.  Ή­ταν άν­θρω­πος γνη­σί­ας προ­σευ­χής και πο­λύ φι­λα­κό­λου­θος.  Του ή­ταν α­δια­νόη­το σε ό­λη του την ζω­ή να λεί­ψη α­πό την εκ­κλη­σί­α μί­α κυ­ρια­κή η κά­ποια γιορ­τή «εί­τε ως λει­τουρ­γός εί­τε ως λει­τουρ­γού­με­νος». Στις ο­μι­λί­ες του και στα κα­τη­χη­τι­κά μα­θή­μα­τά του α­να­φε­ρό­ταν πο­λύ συ­χνά στην προ­σευ­χή.  Λο­γω της πί­στε­ώς του, της σο­βα­ρό­τη­τός του και της α­κε­ραιό­τη­τος του χα­ρα­κτή­ρός του ή­ταν σε­βα­στός σε ό­λη την εκ­κλη­σί­α των Πα­τρών. 
Ή­ταν έ­μπει­ρος και ι­κα­νώ­τα­τος πνευ­μα­τι­κός-ε­ξο­μο­λό­γος, και μά­λι­στα έ­δι­νε ι­διαί­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα στην ε­ξο­μο­λό­γη­σι παι­διών, ε­φή­βων και νέ­ων. Πολ­λά πνευ­μα­τι­κά του τέ­κνα που ή­σαν φοι­τη­τές και νέ­οι ε­κεί­νη την ε­πο­χή θυ­μού­νται με ευ­γνω­μο­σύ­νη και συ­γκί­νη­σι με πό­ση α­γά­πη και μα­κρο­θυ­μί­α τους κα­θω­δηγού­σε ο μα­κα­ρι­στός κλη­ρι­κός σε ε­κεί­να τα δύ­σκο­λα χρό­νια.  Τα πνευ­μα­τικά του τέ­κνα ή­θε­λε να τα προ­σα­να­το­λί­ζη προς τον Χρι­στό και ό­χι προς τον ε­αυτό του.   Επί πολ­λά χρό­νια ε­πί­σης δια­τη­ρού­σε κα­τη­χη­τι­κά και ο­μά­δες για εφή­βους και νέ­ους. Τα μα­θή­μα­τά του ή­ταν σο­βα­ρά και ά­κρως εκ­κλη­σια­στι­κά, με θέ­μα­τα γύ­ρω α­πό την πνευ­μα­τι­κή ζω­η, δο­σμέ­να με τρό­πο κα­τάλ­λη­λο για τις ηλι­κί­ες που ε­δί­δα­σκε, αλ­λά πά­ντο­τε με βά­σι τις  Α­γιες Γρα­φές και τους πα­τέ­ρες της Εκ­κλησίας. 
 Ως πνευ­μα­τι­κός - ε­ξο­μο­λό­γος εί­χε το χά­ρι­σμα να εί­ναι αυ­στη­ρός χω­ρίς αυ­στηρό­τη­τα, δη­λα­δή να εί­ναι κα­τά την ε­ξο­μο­λό­γη­σι α­κρι­βής στην δι­δα­σκα­λί­α και σύμ­φω­νος με τους κα­νό­νες της  Εκ­κλησίας, χω­ρίς να ε­ξου­θε­νώ­νη η να μειώνη τον ε­ξο­μο­λο­γού­με­νο, χω­ρίς να του δη­μιουρ­γή πρό­σθε­το βά­ρος τύ­ψε­ων και ενο­χών, αλ­λά να τον ο­δη­γή στην σω­τη­ριώ­δη με­τά­νοια· ού­τε φυ­σι­κά έ­φτα­νε στο άλ­λο ά­κρο της υ­περ­βο­λι­κής ε­πιει­κεί­ας η «οι­κο­νο­μί­ας», ώ­στε να δί­νη την εσφαλ­μέ­νη ε­ντύ­πω­σι ό­τι κά­ποιο α­μάρ­τη­μα δεν εί­ναι σο­βα­ρό και ό­τι δεν εί­ναι πρό­σκομ­μα στην πνευ­μα­τι­κή ζω­η. 
 Α­γα­πού­σε ο ί­διος την α­πλό­τη­τα και νου­θε­τούσε και τα πνευ­μα­τι­κά του τέ­κνα να εί­ναι α­πλοί άν­θρω­ποι στην ζω­ή τους.   Η α­πλό­τη­τά του φαί­νε­ται α­κό­μη στο ό­τι την τε­λευ­ταί­α ει­κο­σα­ε­τί­α της ζω­ής του την έ­ζη­σε στο μο­να­στή­ρι της με­τα­νοί­ας του σχε­δόν έ­γκλει­στος (έ­βγαι­νε έ­ξω α­πό το μο­να­στή­ρι μό­νον για ε­ντε­ταλ­μέ­νη εκ­κλη­σια­στι­κή δια­κο­νί­α), μέ­σα σε έ­να μι­κρό, τα­πει­νό και σκο­τει­νό κελ­λά­κι με έ­να μι­κρό πα­ρά­θυ­ρο, που χω­ρούσε μό­νον το κρε­βά­τι του, έ­να μι­κρό γρα­φεί­ο και έ­να μι­κρό μέ­ρος της βι­βλιο­θήκης του.   Ο χώ­ρος ή­ταν α­σφυ­κτι­κά μι­κρός, γε­μά­τος ρά­φια με χαρ­τιά, κα­σέτ­τες και βι­βλί­α.  Και ό­μως ε­κεί δε­χό­ταν τους ε­πι­σκέ­πτες του, ε­κεί ε­ξω­μο­λο­γού­σε πολ­λές φο­ρές, ε­κεί έ­κα­νε τα μα­θή­μα­τα των ο­μά­δων. 
Ως ιε­ρο­κή­ρυξ της μη­τρο­πό­λε­ως Πα­τρών έ­νιω­θε με­γά­λη ευ­θύ­νη και αι­σθα­νό­ταν ως δύ­σκο­λο φορ­τί­ο αυ­τήν την θέ­σι.  Εί­χε οργώ­σει την ύ­παι­θρο των Πα­τρών και εί­τε με τα κη­ρύγ­μα­τά του εί­τε ως πνευ­ματι­κός εί­χε κα­θο­δη­γή­σει και εί­χε α­να­κου­φί­σει πολ­λές ψυ­χές.  Έ­δι­νε ι­διαίτε­ρη βα­ρύ­τη­τα στα κη­ρύγ­μα­τά του και ε­κή­ρυτ­τε συ­νε­χώς, σε κά­θε λει­τουρ­γί­α, σε ε­σπε­ρι­νούς, στην «Δια­κί­δειο σχο­λή Πα­τρών», στον ρα­διο­φω­νι­κό σταθ­μό της μη­τρο­πό­λε­ως.  Το κή­ρυγ­μά του ή­ταν πά­ντο­τε με­στό, σο­βα­ρό, εκ­κλη­σια­στι­κό και ορ­θό­δο­ξο.
Ή­ταν ι­διαι­τέ­ρως φι­λό­βι­βλος, και γι΄ αυτό φρό­ντι­ζε να α­γο­ρά­ζη κά­θε νέο βι­βλί­ο που κυ­κλο­φο­ρού­σε. Διέ­θε­τε ί­σως την καλ­λί­τε­ρη, πλου­σιώ­τε­ρη και πιο ε­νη­με­ρω­μέ­νη χρι­στια­νι­κή βι­βλιο­θή­κη των Πα­τρών.  Ε­πειδή α­κρι­βώς του ά­ρε­σε να δια­βά­ζη πο­λύ, συ­χνά έ­κα­νε δώ­ρα βι­βλί­α σε πνευ­μα­τι­κά του τέ­κνα και σε ε­πι­σκέ­πτες της μο­νής, ι­δί­ως νέ­ους, τα ο­ποί­α βι­βλί­α τα α­γό­ρα­ζε βε­βαί­ως και τα πλή­ρω­νε α­πό την τσέ­πη του.
Κα­τά και­ρούς ε­ξέ­δι­δε διά­φο­ρα φυλ­λά­δια («Ο­μολο­γη­τής», «Προς τους νέ­ους» κ.λπ.), που τα έ­γρα­φε εί­τε μό­νος του εί­τε με την βο­ή­θεια πνευ­μα­τι­κών του τέ­κνων και τα ε­ξέ­δι­δε άλ­λο­τε με δα­κτυ­λο­γρά­φη­σι και φω­το­τύ­πη­σι, άλ­λο­τε μέ­σω τυ­πο­γρα­φεί­ου.  Σκο­πός αυ­τών των προ­σπα­θειών του (φυλ­λά­δια, έ­ντυ­πα, κη­ρύγ­μα­τα δα­κτυ­λο­γρα­φη­μέ­να και φω­το­τυ­πη­μέ­να και δωρε­άν δια­νο­μή τους) ή­ταν να ε­πι­κοι­νω­νή κυ­ρί­ως με τους νέ­ους και να τους βο­ηθή στον εν Χρι­στώ α­γώ­νά τους. 
 Ο πα­τήρ Κων­στα­ντί­νος ά­φη­σε ως πνευ­μα­τι­κή πα­ρα­κα­τα­θή­κη πολ­λές ο­μι­λί­ες και άλ­λα κεί­με­να, σε χει­ρό­γρα­φα και μα­γνη­το­ται­νί­ες.  Το 1983 μί­α σει­ρά ο­μι­λιών του πά­νω στην Με­γά­λη  Ε­βδομάδα φρό­ντι­σε να δα­κτυ­λο­γρα­φη­θούν, να φω­το­τυπη­θούν και να βι­βλιο­δε­τη­θούν ό­λες μα­ζί σαν σε βι­βλί­ο με τί­τλο «Το με­γά­λο χρο­νι­κό», το ο­ποί­ο το μοί­ρα­ζε δω­ρε­άν.  Το έρ­γο της ζω­ής του ό­μως εί­ναι το ένα και μο­να­δι­κό σύγ­γραμ­μά του που ε­ξέ­δω­σε «τύ­ποις» και που φυ­σι­κά εί­ναι ένα βι­βλί­ο για τους νέ­ους, έ­να ε­φό­διο για την εν Χρι­στώ ζω­ή και τον πνευ­μα­τικό τους α­γώ­να, το ο­ποί­ο ε­πί­σης το μοί­ρα­ζε δω­ρε­άν. Ο τί­τλος του εί­ναι πο­λύ εκφρα­στι­κός· «Στη μά­χη για την α­γνό­τη­τα».  Το 1989 ε­ξε­δό­θη το 1ο τεύ­χος (72 σε­λί­δων) και το 1995 το 2ο (184 σε­λί­δων). Στο 2ο τεύ­χος προ­α­ναγ­γέλ­λε­το η έκ­δο­σι του 3ου τεύχους (α­να­γρά­φο­νταν και τα κε­φά­λαια που θα πε­ριε­λάμ­βα­νε), με το ο­ποί­ο θα ω­λοκλη­ρω­νό­ταν το βι­βλί­ο.  Δυ­στυ­χώς λό­γω της κλο­νι­σμέ­νης υ­γεί­ας του δεν μπό­ρεσε να το εκ­δώ­ση· α­σφα­λώς θα υ­πάρ­χη στα χει­ρό­γρα­φά του.  Μα­κά­ρι οι συγ­γε­νείς και τα πνευ­μα­τι­κά τέ­κνα του πα­τρός Κων­στα­ντί­νου σύ­ντο­μα να μπο­ρέ­σουν να με­ρι­μνή­σουν, ώ­στε να δο­θή στο φως της δη­μο­σιό­τη­τος το 3ο τεύ­χος της «Μάχης για την α­γνό­τη­τα», αλ­λά και άλ­λα κεί­με­νά του ό­πως «Το με­γά­λο χρο­νι­κό» και ό­λο το άλ­λο πλού­σιο κη­ρυγ­μα­τι­κό υ­λι­κό που εί­χε συ­γκε­ντρώ­σει στο μι­κρό και α­πέ­ριτ­το κελ­λί του.
Τους  τε­λευ­ταί­ους μή­νες της ε­πί­γειας ζω­ής του ή­ταν βα­ριά άρ­ρω­στος και κλι­νή­ρης.  Το Σαβ­βα­το 24 μα­ΐ­ου 2003, τρεις μό­λις η­μέ­ρες με­τά την ο­νο­μα­στι­κή του ε­ορτή, ε­κοι­μή­θη εν Κυ­ρί­ω.  Η ε­ξό­διος α­κο­λου­θί­α τε­λέ­στη­κε την ε­πο­μέ­νη, Κυ­ριακή 25 μα­ΐ­ου στις 4.30 το α­πό­γευ­μα χο­ρο­στα­τού­ντος του τό­τε μη­τρο­πο­λί­του Πα­τρών μα­κα­ρι­στού Νι­κο­δή­μου.   Ο να­ός και ο πε­ρί­βο­λος της μο­νής ή­σαν α­σφυ­κτι­κά γεμά­τοι α­πό κό­σμο.
Ε­πι­κη­δείους ε­ξε­φώ­νη­σαν ο μη­τρο­πο­λί­της πρώην Πατρών κυρός Νι­κό­δη­μος και ο Καθη­γού­με­νος της μο­νής Γη­ρο­κο­μεί­ου αρ­χι­μαν­δρί­της π. Συ­με­ών. Ό­λοι εί­χαν την βε­βαιό­τη­τα ό­τι ο α­οί­δι­μος κλη­ρι­κός βρί­σκε­ται δί­πλα στον Κυ­ριο του, τον οποί­ο λά­τρευ­σε και με τα­πεί­νω­σι δια­κό­νη­σε σε ό­λη του την ζω­η. 
Την ευ­χή του να έ­χω­με. Αιω­νί­α του η μνή­μη!
Διονύσιος Ανατολικιώτης 

Πηγή: Εφημερίδα "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δεν θέλω να γράψω κάτι παραπάνω, αλλά να εκφράσω κάποιο παράπονο θέλω. Ο π. Κωνσταντίνος πέρασα και άφησε πίσω του σπουδαίο πνευματικό έργο. Γνωρίζω ότι πολλοί διαβάζουν τον Αναστάσιο από Πάτρα. Όμως δεν είδα κανένα σχόλιο. Τι μας έχει πιάσει; Τόσο εύκολα ξεχνάμε;
Ας είναι η ευλογία του μια παρηγοριά για όσους τον ζήσαμε.

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ Ανώνυμε, ο μακαριστός Παππούλης ήταν πάντα αφανής εργάτης στο Πνευματικό έργο Του Κυρίου. Παιδαγωγός νέων όλων των ηλικιών και ακούραστος εργάτης. Ο μισθός του είναι πραγματικά πολύ υψηλός εις Κύριον, διότι απλά ποτέ σ’ αυτό το κόσμο δεν έτυχε όποιας «αμοιβής». Πρεσβεύει πάντα όχι μόνο για τους νέους που είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν αλλά για όλους τους νέους. Ας του ζητούμαι πάντα να πρεσβεύει.
Στη Πάτρα ας οργανώσετε μια αγρυπνία 24/5 στα δέκα χρόνια. Πολλοί θα παρευρεθούν.

Ανώνυμος είπε...

Ο μακαριστος Παππουλης απο την εποχη που ηρθε στην Αθηνα για να σπουδασει Θεολογια στο ΕΚΠΑ ηταν διακονος και κατηχητης μου στην Αγια Μαρινα στο Θησειο.Ταπεινος και ακουραστος εργατης Του Εργου Του Κυριου. Εκτοτε ηταν διπλα μου και ημουν παντα διπλα Του. Ο αγωνας του για την νεολαια πολυ μεγαλος. Το μικρο κελλακι του στο Γηροκομειο, οι Αγωνες του για τα ορφανα, τους φτωχους φοιτητες και τα τριμμενα του ρασα εδειξαν σε πολλους απο εμας τον πραγματικο δρομο της ζωης. Παρηγορια μας Η ευλογια Του.

Νίκος Κ. είπε...

Τον π. Κωνσταντίνο τον γνώρισα. Πήγαινα τακτικά στην ομάδα φοιτητών στο Άσυλο Ανιάτων και κάποιες φορές στη Λόντου. Είχε απλότητα, ταπείνωση, πίστη, ασκητικότητα, πατερικό πνεύμα, τεκμηριωμένο λόγο, αληθινή αγάπη. Αιωνία η μνήμη του.