Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Υἱοί Θεοῦ - Γρηγόριος Μουσουρούλης

Κυριακή Β´Λουκᾶ
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Υἱοί Θεοῦ
 « Ἔσεσθε υἱοί τοῦ ὑψίστου» (Λουκ. στ´35)
˜˜˜˜˜˜˜˜

«Ἔσεσθε υἱοί τοῦ ὑψίστου»
          Κάθε ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ καί ἐπιδιώκει νά καταλάβει μιά θέση, ἡ ὁποία θά τοῦ προσφέρει ὅσο τό δυνατό μεγαλύτερη τιμή καί ἀξία μεταξύ τῶν συνανθρώπων του. Τήν ἐπι­θυμία αὐτή κα­νείς δέν μπορεῖ νά τήν κατα­κρίνει καί νά τήν ἀπο­δοκιμάσει. Καί τοῦτο διότι τήν φύ­τεψε μέσα μας καί προνόησε νά τήν ἱκανοποιήσει ὁ ἴδιος ὁ Δημι­ουργός μας. Ὁ Κύριός μας μέ τόν λόγο Του: «ἔσεσθε υἱοί τοῦ ὑψίστου»  μᾶς προσ­φέρει θέση κατ᾽ἐξοχήν προνομιοῦχο καί τιμητική. Μᾶς ὀνο­μάζει καί μᾶς ἀναγνωρίζει παιδιά Του. Τί σημαί­νει ὅμως αὐτός ὁ χαρακτηρισμός «παι­διά τοῦ Θεοῦ» καί ποιό εἶναι τό χρέος πού ἀπορρέει ἀπό αὐτή μας τήν ἰδιότητα;

*****
«Ἔσεσθε υἱοί τοῦ ὑψίστου»
          Ἡ πραγματικότητα τῆς υἱοθεσίας τῶν ἀν­θρώπων ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ ξεκινᾶ ἀπό τά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπ᾽ αὐτή τή δη­μι­ουργία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ «Παράδεισος τῆς τρυ­φῆς» στόν ὁποῖο τοποθέτησεν ὁ Θεός τόν ἄν­θρωπο, φανερώνει τήν ἰδιαίτερη στοργή τοῦ Δη­μιουργοῦ καί τή στενή σχέση πού ἤθελε νά ἔχει μέ τό πλάσμα τῆς ἀγάπης Του. Αὐτή τή στενή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό τονίζει καί ἡ γεμάτη ἁπλότητα καί οἰκειότητα ἐπικοινωνία τοῦ Πλάστου μέ τό πλάσμα Του μέσα στόν Κῆπο τῆς Ἐδέμ. Καί εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτός ὁ υἱϊκός δεσμός τοῦ Ἀδάμ μέ τόν Θεό, θά αὐξανόταν καί θά γινό­ταν ἀκόμη πιό ἰσχυρός, στενότερος, βαθύτερος καί οὐσιαστικότερος, ὅπως γίνεται σήμερα στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἄν δέν μεσολαβοῦσε ἡ πτώση στήν ἁμαρτία.
          Ἡ ἁμαρτία πού παρεμβλήθηκε δέν ἐπέτρε­ψε αὐτή τήν ἐξέλιξη. Ἴσα- ἴσα διεσάλευσε καί τή σχέση πού ὑπῆρχε καί ὁδήγησε τόν ἄν­θρωπο μακριά ἀπό τόν Θεό. Παρ᾽ὅλα αὐτά ὅμως ἀπό τά πρῶτα κεφάλαια τῆς Παλαιᾶς Δια­θήκης βρί­σκου­με φράσεις οἱ ὁποῖες μᾶς ὑπενθυμίζουν τήν υἱϊκή σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό (Γεν.στ´2,4). Ἀργότερα ὁ Θεός συνάπτει διαθήκη μέ τόν Πατρι­άρχη Ἀβραάμ καί καθιερώνει τόν λαό πού θά προέλθει ἀπό τό σπέρμα τοῦ Πατριάρχου ὡς περιούσιο λαό Του. Μέ τό στόμα τῶν Προφητῶν ὁ Θεός δίνει τήν ὑπόσχεσή του λέγον­τας στόν λαό Του ὅτι θά κατοικήσει ἀνάμεσά τους, καί θά εἶναι Θεός τους καί αὐτοί θά εἶναι δικός Του λαός. Αὐτός θά εἶναι ὁ πραγματικός πατέρας τους καί αὐτοί ἀληθινά παιδιά του ἀγα­πημένα. Αὐτή τήν ἐπαγγελία τήν βιώνει ὡς συγκλονιστική πραγματι­κότητα μέ ἐντελῶς νέο περιεχόμενο νέος Ἰσραήλ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκ­κλησία, πού εἶναι καί ὁ ἀληθινός λαός τοῦ Θεοῦ, οἱ πιστοί χριστιανοί. Ἔρχεται λοιπόν τώρα ὁ Θεός καί ἀνοίγει τήν ἀγκαλιά του σέ ὅλους τούς πι­στούς χριστιανούς καί μᾶς ἀγκαλιάζει ὡς παιδιά του στήν πατρική ἀγκαλιά του. Δέν μᾶς δίνει ἁπλῶς τόν τιμητικό τίτλο τῶν παιδιῶν, ἀλλά μᾶς καθιστᾶ ἀληθινά παιδιά του ὄχι βέβαια κατά φύ­σιν, ἀλλά κατά χάριν. Βρισκόμαστε δηλαδή μπρο­στά σέ μυστήριο μεγάλο καί ἀκατάληπτο. Ὁ Ἅγι­ος Θεός τόν ὁποῖο ἀνυμνοῦν ἀκατάπαυστα τά τά­γματα καί οἱ στρατιές τῶν ἀγγέλων, Ἐκεῖνος πού ἔχει «θρόνον» του τόν οὐρανό  καί «ὑποπόδιον» τή γῆ (Ἡσ. ξστ´1), ὁ αἰώνιος καί ἀναλλοίωτος καί ἀθάνατος Κύριος τοῦ σύμπαντος, μᾶς υἱοθετεῖ διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ὅλοι οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί ὄχι ἁπλῶς ὀνομαζόμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἔχουμε ὅλες ἐκεῖνες τίς ἰδιότητες καί τά δικαιώματα τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Δικαι­ώματα τιμῆς, θέσης, σχέσης καί κληρονομίας.
          Ἔχουμε τό δικαίωμα πλέον νά ὀνομάζουμε τόν Θεό Πατέρα καί νά τόν ἐπικαλούμαστε ὡς παιδιά του. Νά τόν ἔχουμε διαρκῶς δίπλα μας ὡς Πατέρα ἀγάπης, στοργῆς καί προστασίας, νά ἐπι­κοινωνοῦμε μαζί του σέ μία κοινωνία ἑνότητας καί ἀγάπης. Ἔχουμε τό δικαίωμα ὅλοι ἐμεῖς, τά παι­διά τοῦ Θεοῦ, νά εἴμαστε ἀδιασπάστως ἑνω­μέ­νοι μεταξύ μας, ἐφόσον εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τόν Θεό διά τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαρι­στίας.
          Ταυτόχρονα ἔχουμε καί τά κληρονομικά δικαιώματα τῶν υἱῶν. Ὁ Ἅγιος Θεός ὑπόσχεται στά γνήσια παιδιά του κληρονομιά ὄχι φθαρτή, ἀλλά αἰώνια, κληρονομιά ἀνυπολόγιστης ἀξίας. Μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει «αὐτά πού μάτι δέν εἶδε καί αὐτί δέν ἄκουσε καί ἀνθρώπινος νοῦς δέν τά φαντάστηκε» (Α´Κορ. β´9). Ἐκεῖ στήν  αἰώνια Βασιλεία του θέλει νά μᾶς κληροδοτήσει τό θεϊκό οὐράνιο θρόνο του, γιά νά συμβασιλεύσουμε μαζί του. Νά μᾶς κάνει πρίγκηπες καί συμβασιλεῖς τοῦ οὐρανοῦ.
Πόση ἀξία δίνει ἀλήθεια σ᾽ἐμᾶς τούς μι­κρούς καί ἐλάχιστους ὁ παντοκράτωρ Κύριος. Σ᾽ ἐμᾶς πού τόσο ρέπουμε πρός τήν ἁμαρτία!
          Τί πρέπει νά κάνουμε λοιπόν γιά νά ἀποδει­χθοῦμε πάνω στά πράγματα γνήσια παιδιά του;
******
Μᾶς τό εἶπεν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στό σημερινό εὐαγγέλιο. Γιά νά ἀποδειχθοῦμε παιδιά του γνή­σια καί ἀγαπημένα ὀφείλουμε νά τοῦ μοιάσουμε στήν ἀγάπη. Νά γίνουμε ἄνθρωποι γνήσιας καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. Ἀγάπης ὄχι μόνο σ᾽ἐκείνους πού μᾶς ἀγαποῦν, ἀλλά καί σ᾽ ἐκείνους πού μᾶς ἐχθρεύ­ονται, μᾶς μισοῦν, μᾶς συκοφαντοῦν καί ἀπεργά­ζονται τήν καταστροφή μας. Νά γίνουμε ἄνθρωποι εὐσπλαγχνικοί μέ καρδιά πονετική. Ἄνθρωποι πού θά κλείνουμε στήν καρδιά μας ὅ­λους τούς συνανθρώπους μας.  Καί θά τό κατορ­θώ­σουμε αὐτό, ὅταν βάλουμε ὡς στερεό καί ἀρ­ρα­γές θεμέλιο τῆς ἀγάπης μας τήν θυσία. Διότι ἀγαπῶ σημαίνει θυσιάζομαι, ἀνέχομαι, ταπεινώ­νομαι. Πεθαίνω γιά νά ζήσει ὁ ἄλλος. Χάνω γιά νά κερδήσει ἐκεῖνος. Ὑποχωρῶ γιά νά ἀνεβεῖ ὁ ἀδελ­φός μου. Σιωπῶ γιά νά μιλήσει ἐκεῖνος. Ἀγάπη σημαίνει: πλησιάζω ἕνα ἀσθενῆ μέ μεταδοτική ἀσθένεια καί δέν φοβᾶμαι. Δανεί­ζω ἐκεῖνον πού δέν ἔχει νά μοῦ τά ἐπι­στρέ­ψει. Ἐπαινῶ τόν κατή­γορό μου. Προσεύ­χο­μαι γιά κεῖ­νον πού μέ διώκει. Παραβλέπω τίς ἀδι­κίες πού μοῦ ἔκαμε ὁ συνάν­θρωπός μου. Κάνω ὅ,τι θέλω νά μοῦ κάμουν οἱ ἄλλοι.
Ὑπόδειγμά μας σ᾽ αὐτό τόν ἀνηφορικό καί δύσκολο δρόμο τῆς ἀγάπης ἔχουμε τήν ἴδια τήν «ἐσταυρωμένη ἀγάπη» τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος θυσιάστηκε γιά τή σωτηρία μας καί ὑπέμεινε Σταυρό καί θάνατο γιά τή δική μας ἀνάσταση καί ζωή.
Γιά νά φθάσουμε ὅμως στό ὕψος τῆς ἀλη­θινῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο εἶναι ἀνάγκη νά ἔχουμε προηγουμένως διαχω­ρίσει τή θέση μας ἀπό τή ζωή τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Θεός Πατέρας μας δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν ἁμαρτία. Εἶναι ἀπολύτως ἅγιος. Ἁγίους δηλαδή χωρισμένους ἀπό τήν ἁμαρτία θέλει καί ὅσους εἶναι παιδιά του «υἱοί καί θυγατέρες» του. Γι᾽αὐτό καί ὁ θεῖος Παῦλος, δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέ τό στόμα τοῦ Παύλου μᾶς δίνει τήν ἐντολή «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε... καί ἀκαθάρτου μή ἅπτε­σθε, κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς» (Β´Κορ. στ´17). Ἀποχωρισθεῖτε πνευματικῶς ἀπό τούς ἄπιστους καί ἀσεβεῖς. Μή ἐγγίζετε ὁ,τιδήποτε ἀκάθαρτο καί ἁμαρτωλό. Μέ τά λόγια αὐτά βέβαια δέν ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος νά χωρισθοῦμε τοπικῶς ἀπό τόν ἁμαρτωλό κόσμο. Χρειάζεται τροπικός χωρισμός. Μᾶς ζητεῖ δηλαδή νά ἀγωνισθοῦμε ἔτσι, ὥστε νά γίνει ἡ ζωή μας διαφορετική ἀπό τή ζωή τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν χωρίς τόν Θεό. Νά μένουμε στόν κόσμο, στήν οἰκογένεια, τήν ἐργασία μας, ἀλλά νά μή ἔχουμε τό φρόνημα, τό πνεῦμα καί τή νοοτροπία τοῦ κόσμου. Νά μοιάσουμε μέ τόν δίκαιο Λώτ, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ζοῦσε στά ἁμαρτωλά Σόδομα, ὅμως δέν συμμετεῖχε στή ζωή τῶν συμπολιτῶν του. Ὁ πνευματικός αὐτός χωρισμός ἀπό τήν μολυσματική ζωή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητος. Διότι ὅπως δέν μποροῦν νά συνυπάρχουν σκοτάδι καί φῶς κατά παρόμοιο τρόπο δέν εἶναι δυνατό νά λέει κάποιος ὅτι εἶναι παιδί τοῦ Θεοῦ καί νά ἔχει συγχρόνως σχέσεις μέ τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους, τόν διάβολο.  Δέν μποροῦμε νά εἴμαστε τέκνα τοῦ φωτός καί τέκνα τοῦ σκότους. Δέν μποροῦμε νά ἀκοῦμε ἄλλοτε τόν Θεό καί ἄλλοτε τόν κοσμοκράτορα τοῦ σκότους. Ἐφόσον ὁ Κύριός μας εἶναι ἅγιος, ζητεῖ καί ἀπό ἐμᾶς νά τοῦ μοιάσουμε καί νά γίνουμε ἅγιοι. Νά διώξουμε ἀπό τήν καρδιά μας κάθε τι πού ἔχει σχέση μέ τήν ἁμαρτία, τόν ρύπο, τήν ἀκαθαρσία τήν πνευματική.
Θά γίνει ὅμως αὐτό, ὅταν ὁ ἐνσυνείδητος καί βαθύς σύνδεσμός μας μέ τόν Κύριο τῆς δόξης γίνεται ὁλοένα βαθύτερος καί συνειδητότερος. Ὅταν ἡ πίστη μας στόν Σωτήρα χριστό γίνεται καθημερινά περισσό­τερο θερμή καί χωρίς καμμιά ἐπιφύλαξη.
*****
«Ἔσεσθε υἱοί τοῦ ὑψίστου»


          Ἀδελφοί τό ὅτι ὁ Θεός  μᾶς θεωρεῖ παιδιά του εἶναι δεῖγμα ὕψιστης ἀγάπης καί συγκατά­βασης. Ἐπειδή θέλει νά γίνουμε κληρονόμοι του καί νά εἴμαστε αἰώνια εὐτυχεῖς, μᾶς ὑψώνει καί μᾶς δέχεται κοντά Του. Ἀπό τή σχέση αὐτή δέν πρόκειται νά ὠφεληθεῖ Ἐκεῖνος, ἐμεῖς ὠφελού­μα­στε. Ἄλλωστε δέν ἔχουμε νά τοῦ προσθέσουμε τίποτε ἐμεῖς οἱ ἀνάξιοι. Ὅλα γίνονται γιά τή δική μας δόξα καί μακαριότητα. Νά μᾶς συγκινήσει λοιπόν ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί νά φιλο­τιμηθοῦμε νά γίνουμε ἄξια παιδιά του ἀρχίζοντας ἀπό τό δύσκολο ἀλλά κατορθωτό ἀγώνισμα τῆς ἀγάπης πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἰδιαίτερα δέ ἀπό τούς ἐχθρούς μας.
Γρηγόριος Μουσουρούλης

Καθεδρικός Ἱ. Ναός Ἀγίου Ἰωάννου, Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου 29.09.2013

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ευφράνθη η ψυχή μου!