Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Η Παναγιά των Κυνηγημένων

Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για παιδιά και εφήβους. Οι μικροί ήρωες αφού επιβιώσουν από την καταστροφή της Σμύρνης προσπαθούν να εκπληρώσουν μία υπόσχεση που τους οδηγεί στο πανέμορφο νησί της Αμοργού.
 
Μέσα από τα μάτια πέντε μικρών παιδιών περιγράφονται όλα τα γεγονότα, που σημάδεψαν την ελληνική Ιστορία την περίοδο πριν και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Ήρωας και πρωταγωνιστής ο Σμυρνιός Γιώργος Σεϊζάνης, που, μεγάλος πια σε ηλικία, αποφασίζει να περιγράψει στα εγγόνια του τα γεγονότα, όπως ο ίδιος τα έζησε.
Όλα ξεκινούν στη Σμύρνη, όταν τυχαία τα παιδιά μαθαίνουν για ένα μυστικό, υπόγειο εκκλησάκι, που βρίσκεται κάτω από την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής. Εκεί φυλασσόταν από παλιά και η εικόνα της Παναγιάς της Κυνηγημένης. Κι όταν οι εχθροί μπαίνουν στη Σμύρνη και τα παιδιά χάνονται από τους γονείς τους, βρίσκουν καταφύγιο στην υπόγεια εκκλησία. Μόνα τους αναζητούν τρόπο να φύγουν για την Ελλάδα και όταν, μετά από πολλές περιπέτειες φτάνουν εκεί, ψάχνουν τους δικούς τους.

Μαζί τους έχουν και κάτι πολύτιμο, που τους δίνει δύναμη και ελπίδα, την ίδια την εικόνα της Παναγιάς της Κυνηγημένης, που θέλουν να τη μεταφέρουν στο μοναστήρι της Παναγιάς της Χοζοβιώτισσας, στην Αμοργό, όπου και η παράδοση αναφέρει ότι είναι το σπίτι της.
Ο αγώνας επιβίωσης των παιδιών στέλνει ένα βαθιά αντιπολεμικό μήνυμα: το μήνυμα της ελπίδας και της ανάδειξης του ανθρώπινου μεγαλείου, που, όσο και αν η ψυχή υποφέρει, όποιες συνθήκες και αν αντιμετωπίζει, όσο και αν είναι «κυνηγημένη», έχοντας βαθιά πίστη και συνεχή αγώνα καταφέρνει να ξεπερνά τα πάντα.
 
Απόσπασμα από το βιβλίο
 
Η κυρα-Βέρα κάθε πρωί φαρµακωνόταν, όταν µας έβλεπε να ανεβαίνουµε στο κάρο.
– Θα πάω εγώ, έλεγε.
Μα δε θέλανε γυναίκες για τη δουλειά και κυρίως µεγάλες σε ηλικία. Μόνο εµάς, που ήµασταν παιδιά και είχαµε γοργά χέρια.
– Εσύ να κοιτάς τα κορίτσια µας, της απαντούσε ο Χριστόφορος.
– Δεν είναι και δύσκολη δουλειά, της έλεγα εγώ, περνάµε και την ώρα µας.
– Τότε να έρθουµε και εµείς, πετάγονταν τα κορίτσια.
– Πρέπει εσείς να µείνετε στο σπίτι και να προσέχετε την κυρα-Βέρα, τους έλεγα.
– Εκεί είναι κούραση. Εσείς δεν αντέχετε, έλεγε η κυρα-Βέρα και τις έκανε να σωπάσουν.
– Κουράζεσαι; µε ρωτούσε η Άννα και µε κοίταζε στα µάτια.
– Όχι, όχι, της απαντούσα.
Ψέµατα της έλεγα. Η δουλειά ήταν δύσκολη και το βράδυ, όταν γυρνούσαµε πίσω, τα χέρια µου πόναγαν και πρήζονταν. Τα σκισίµατα από το δέντρο της µαστίχας έτσουζαν και δεν µπορούσα ούτε να πλύνω τα χέρια µου. Ο Σίµος είχε γεµίσει φουσκάλες και στα πόδια. Τα παπούτσια του είχαν από κάτω φθαρεί τόσο, που στο ένα µάλιστα φαίνονταν και τα δάχτυλα. Ο Χριστόφορος είχε ξεκολληµένες τις σόλες του και κάθε τόσο τις έβαζε στη θέση τους και έπειτα συνέχιζε τη δουλειά. Όσο για µένα πήρα από µόνος µου ένα µαχαίρι και έκοψα µπροστά το δέρµα από τα παπούτσια και τα έκανα πέδιλα. Δεν άντεχα άλλο. Νοµίζω πως τα πόδια µου από το πρήξιµο και την ορθοστασία µεγάλωσαν και δε χωρούσαν πια µέσα.
Τα ρούχα µας ήταν και αυτά σκισµένα και λερά. Μαυρίλα και λεκέδες παντού. Όσο και να τα έτριβε η κυρα-Βέρα, δεν µπορούσε να τα ξασπρίσει. Ο Σίµος γελώντας την παρότρυνε να µην παιδεύεται άλλο µε το τρίψιµο.
– Ασ’ τα, κυρα-Βέρα. Αυτή η βρωµιά δε φεύγει. Είναι από όσα περάσαµε, σαν αποτύπωµά τους. Μου θυµίζουν ένα βιβλίο που είχα µε τον Ροβινσώνα Κρούσο. Έτσι ήταν και τα δικά του ρούχα. Σκισµένα και σηµαδεµένα. Και έλεγα, ο χαζός, από µέσα µου, όταν διάβαζα το βιβλίο, «δεν θα ζήσω και εγώ καµιά τέτοια συναρπαστική περιπέτεια!». Και να τώρα εγώ ναυαγός!
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: